ItalianoGreco


bùrbero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈburbero]

1 τραχύς
2 σκυθρωπός
3 αυτός που δίνει εντύπωση σκληρότητας
4 σκαιός
5 στριμμένος
6 απειλητικός στην εμφάνιση
7 απότομος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---