ItalianoGreco


cabìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈbina]

1 η καμπίνα
2 (al mare) το αποδυτήριο
3 (prova abiti) το δοκιμαστήριο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cabina [θηλ.] telefonica = ο τηλεφωνικός θάλαμος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---