ItalianoGreco


càccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkatʧa]

το κυνήγι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare a caccia = κυνηγώ || caccia [θηλ.] al tesoro = το κυνήγι του θησαυρού || cane [αρσ.] da caccia = το κυνηγόσκυλο || dare la caccia = καταδιώκω || riserva [θηλ.] di caccia = η συντροφιά κυνηγιού, το καταφύγιο θηραμάτων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---