ItalianoGreco


cachèttico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈkɛttiko]

1 μαραζιάρης
2 ζαρομπασμένος
3 ζαγανιάρης
4 λυμφατικός
5 καχεκτικός
6 ασθενικός
7 ατροφικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---