ItalianoGreco


calcinàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kalʧiˈnatʧo]

1 κομμάτια ασβεστοκονιάματος
2 κομμάτι από ασβέστη
3 πουρί
4 κατάλοιπα σουβαντίσματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---