ItalianoGreco


cameràta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kameˈrata]

1 φίλος πιστός
2 συνάδελφος
3 σύντροφος

cameràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kameˈrata]

υπνωτήριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---