ItalianoGreco


caminièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kamiˈnjɛra]

1 γυαλί για να κοιτάς την φωτιά
2 καπνοδόχος
3 ράφι τζακιού
4 προστατευτικό πλέγμα
5 πρέκι τζακιού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---