ItalianoGreco


canagliùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanaʎˈʎume]

1 αποβράσματα κοινωνικά
2 όχλος
3 απείθαρχη μάζα
4 κατώτατη κοινωνική τάξη
5 συμμορία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---