ItalianoGreco


cantautóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kantawˈtore]

1 τραγουδοποιός
2 τραγουδιστής
3 τραγουδιστής που γράφει ο ίδιος τα τραγούδια του


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---