canzonière
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kantsoˈnjɛre]
1 συνθέτης τραγουδιών
2 συλλογή από στίχους τραγουδιών
3 συνθέτης ελαφρών τραγουδιών
4 συλλογή με τραγούδια
5 λυρικά ποιήματα
6 λυρική παραγωγή (ποιητή)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kantsoˈnjɛre]
1 συνθέτης τραγουδιών
2 συλλογή από στίχους τραγουδιών
3 συνθέτης ελαφρών τραγουδιών
4 συλλογή με τραγούδια
5 λυρικά ποιήματα
6 λυρική παραγωγή (ποιητή)
permalink
canzoniere (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android