ItalianoGreco


capellóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapelˈlone]

1 μακρυμάλλης επαναστάτης του 70 (χίπι)
2 μακρυμάλλης
3 άντρας (ή νεαρός) με μακριά μαλλιά

capellóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kapelˈlone]

μακρυμάλλικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---