ItalianoGreco


capitàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapiˈtale]

το κεφάλαιο

capitàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapiˈtale]

η πρωτεύουσα

capitàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kapiˈtale]

1 πρωταρχικός
2 εξαιρετικός
3 που πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο
4 κεφαλαιώδης
5 ουσιώδης
6 σπουδαίος
7 θεμελιώδης
8 σοβαρότατος
9 ζωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---