ItalianoGreco


càpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkapo]

1 (comandante) ο αρχηγός
2 (dirigente) ο προϊστάμενος
3 (testa) το κεφάλι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


da capo = από την αρχή || da capo a piedi = από την κορφή ως τα νύχια || il capo [αρσ.] = ο επικεφαλής



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---