ItalianoGreco


capovòlgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈvɔlʤere]

1 αναστατώνω
2 στηρίζω κάτι ανάποδα (με την κορυφή κάτω)
3 ακυρώνω
4 αντιστρέφω
5 φέρνω τα επάνω κάτω
6 αναποδογυρίζω
7 στέκομαι ανάποδα με το κεφάλι κάτω
8 ανατρέπω

capovòlgersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈvɔlʤersi]

αναποδογυρίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---