ItalianoGreco


carbonàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karboˈnajo]

1 καρβουνιάρης
2 μεταλλευτής ή πωλητής κάρβουνου
3 καυστήρας με πρώτη ύλη κάρβουνο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---