carcàssa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [karˈkassa]
1 σώμα
2 πτώμα
3 παλιό κόκαλο (γέρος)
4 θήκη
5 περίβλημα
6 κάσα πόρτας
7 σκελετός
8 σκαρί
9 χούφταλο
10 πλαίσιο λάστιχου αυτοκινήτου
11 πλαίσιο εργασίας
12 σαράβαλο
13 σακαράκα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [karˈkassa]
1 σώμα
2 πτώμα
3 παλιό κόκαλο (γέρος)
4 θήκη
5 περίβλημα
6 κάσα πόρτας
7 σκελετός
8 σκαρί
9 χούφταλο
10 πλαίσιο λάστιχου αυτοκινήτου
11 πλαίσιο εργασίας
12 σαράβαλο
13 σακαράκα
permalink
carcassa (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android