ItalianoGreco


cardinàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kardiˈnale]

1 καρδινάλιος
2 καρδινάλιος (πουλί) richmondena cardinalis

cardinàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kardiˈnale]

1 βασικός
2 πρωτεύων
3 θεμελιώδης
4 ουσιώδης
5 ακρογωνιαίος
6 κύριος
7 πρωταρχικός
8 θεμελιακός
9 κεφαλαιώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---