ItalianoGreco


cariàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrjare]

1 αποσυντίθεμαι
2 προκαλώ τερηδόνα σε δόντι
3 αποσαθρώνομαι
4 καταρρέω
5 αποσυνθέτω

cariàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈrjarsi]

τερηδονίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---