ItalianoGreco


carréggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈredʤo]

1 χρήματα μεταφοράς εμπορευμάτων
2 τρένο αποσκευών
3 μίσθωμα καρτ
4 αγωγιάτικα
5 αμοιβή καροτσιέρη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---