ItalianoGreco


carrozzière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karrotˈtsjɛre]

1 φαναρτζής
2 επισκευαστής αμαξωμάτων
3 κατασκευαστής αμαξωμάτων
4 σχεδιαστής καροσερί αυτοκινήτων
5 κατασκευαστής για καρότσες αυτοκινήτων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---