ItalianoGreco


casaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kasaˈmento]

1 πολυκατοικία
2 ενοικιαστές
3 κάτοικοι
4 λαὶκή πολυκατοικία
5 οικοδόμημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---