ItalianoGreco


caseggiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kasedˈʤato]

1 περιοχή καλυμμένη με κτίρια
2 οικοδομικό τετράγωνο με πολυκατοικίες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---