ItalianoGreco


càssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkassa]

1 (recipiente) το δοχείο
2 (per pagare) το ταμείο, η κάσα
3 (da imballaggio) τι κιβώτιο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cassa [θηλ.] di risparmio = το ταμιευτήριο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---