ItalianoGreco


cavillatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kavillaˈtura]

1 τρέλα
2 αναβρασμός
3 μανία
4 σπάσιμο (κεραμικού)
5 ράγισμα (κεραμικού)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---