ItalianoGreco


cecchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧekˈkino]

1 αποστάτης
2 κάποιος που ψηφίζει μυστικά κατά του κόμματος του
3 δεινός σκοπευτής
4 ελεύθερος σκοπευτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---