ItalianoGreco


centenàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧenteˈnarjo]

(anniversario) η εκατονταετηρίδα

centenàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧenteˈnarjo]

1 εκατόχρονος
2 εκατοντούτης
3 κορακοζώητος
4 εκατοντάχρονος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---