ItalianoGreco


centinàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentiˈnajo]

η εκατοντάδα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un centinaio [αρσ.] di persone [θηλ. πλυθ.] = καμμιά εκατοστή άτομα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---