ItalianoGreco


cercatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerkaˈtore]

1 ελεγκτής σούπερ-μάρκετ
2 ανιχνευτής
3 φωρατής
4 ερευνητής
5 αυτός που αναζητά (κάτι)
6 επαίτης μοναχός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z