ItalianoGreco


cerimoniàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerimoˈnjale]

τελετουργικό

cerimoniàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧerimoˈnjale]

1 σύμφωνος με το πρωτόκολλο
2 εθιμοτυπικός
3 τελετουργικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z