ItalianoGreco


certosìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧertoˈzino], [ʧertoˈsino]

1 ερημίτης
2 απομονωμένος άνθρωπος
3 μοναχός καρθουσιανού τάγματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z