ItalianoGreco


cesóia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈzoja]

1 ψαλίδι
2 (al plurale: ((cesoie))) κοπτικά εργαλεία, ψαλίδι, μεγάλο ψαλίδι για υφάσματα, μεγάλο ψαλίδι κουράς προβάτων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z