ItalianoGreco


chioccolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjokkoˈlio]

1 σφύριγμα
2 γουργούρισμα
3 κελάηδημα
4 τερέτισμα
5 κελαηδισμός
6 γουργουρητό
7 τιτίβισμα
8 κελάρυσμα
9 τρυσμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z