ItalianoGreco


chiusùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kjuˈsura]

το κλείσιμο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chiusura [θηλ.] lampo = το φερμουάρ || orario [αρσ.] di chiusura = οι ώρες [f.] κλεισίματος [m.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---