Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciarlàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧarˈlare]

1 κακολογώ
2 διαβάλλω
3 ρουφιανεύω
4 καταλαλώ
5 κουτσομπολεύω
6 φλυαρώ
7 σπερμολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciarla ciarlatanata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciao (επιφ.)
ciappola (θηλ.ουσ)
ciaramella (θηλ.ουσ)
ciarda (θηλ.ουσ)
ciarla (θηλ.ουσ)
ciarlare (ρ.αμτβ.)
ciarlatanata (θηλ.ουσ)
ciarlataneggiare (ρ.αμτβ.)
ciarlataneria (θηλ.ουσ)
ciarlatanesco (επίθ.)
ciarlatano (ουσ αρσ )
ciarliero (ουσ αρσ )
ciarliero (επίθ.)
ciarlone (αρσ. επίθ και ουσ)
ciarpa (θηλ.ουσ)
ciarpame (ουσ αρσ )
ciascuno (οριστ. επίθ.)
cibare (ρ. μτβ.)
cibarsi (ρ.μ. (αντων.))
cibarie (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---