Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciclizzàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiklidˈdzare]

δημιουργώ κυκλικές ενώσεις (χημεία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciclistico ciclizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciclicità (θηλ.ουσ)
ciclico (επίθ.)
ciclismo (ουσ αρσ )
ciclista (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclistico (επίθ.)
ciclizzare (ρ. μτβ.)
ciclizzazione (θηλ.ουσ)
ciclo (ουσ αρσ )
ciclocampestre (επίθ.)
ciclocross (ουσ αρσ )
ciclocrossista (ουσ αρσ και θηλ.)
cicloesano (ουσ αρσ )
ciclofurgone (ουσ αρσ )
cicloidale (επίθ.)
cicloide (επίθ.)
ciclometria (θηλ.ουσ)
ciclomotore (ουσ αρσ )
ciclomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclone (ουσ αρσ )
ciclonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---