Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clandestìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [klandesˈtino]

λαθρεπιβάτης

clandestìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [klandesˈtino]

1 υπόγειος
2 συγκαλυμμένος
3 πειρατικός
4 μυστικός
5 λαθραίος
6 κρυφός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clandestinità clangore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clamide (θηλ. επίθ και ουσ)
clamore (ουσ αρσ )
clamoroso (επίθ.)
clan (ουσ αρσ )
clandestinità (θηλ.ουσ)
clandestino (ουσ αρσ )
clandestino (επίθ.)
clangore (ουσ αρσ )
claque (θηλ.ουσ)
clarinettista (ουσ αρσ και θηλ.)
clarinetto (ουσ αρσ )
clarinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
clarino (ουσ αρσ )
classare (ρ. μτβ.)
classazione (θηλ.ουσ)
classe (θηλ.ουσ)
classicheggiare (ρ.αμτβ.)
classicismo (ουσ αρσ )
classicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
classicistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---