Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


codicìllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kodiˈʧillo]

1 τροποποιητικό διαθήκης
2 υστερόγραφο
3 κωδίκελος
4 συμπλήρωμα εγγράφου ή σύμβασης ή διαθήκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  codicillare codifica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

codazzo (ουσ αρσ )
codeina (θηλ.ουσ)
codesto (δεικτ. επίθ.)
codice (ουσ αρσ )
codicillare (επίθ.)
codicillo (ουσ αρσ )
codifica (θηλ.ουσ)
codificare (ρ. μτβ.)
codificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
codificazione (θηλ.ουσ)
codinismo (ουσ αρσ )
codino (ουσ αρσ )
codinzolo (ουσ αρσ )
codione (ουσ αρσ )
codirosso (ουσ αρσ )
coditremola (θηλ.ουσ)
codolo (ουσ αρσ )
codone (ουσ αρσ )
codrione (ουσ αρσ )
coeditore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---