ItalianoGreco


codicìllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kodiˈʧillo]

1 τροποποιητικό διαθήκης
2 υστερόγραφο
3 κωδίκελος
4 συμπλήρωμα εγγράφου ή σύμβασης ή διαθήκης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---