Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolbàcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kolˈbakko] 1 σκούφος από προβιά αρκούδας 2 καπέλο φρουρού εγγλέζου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |