ItalianoGreco


collegiàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kolleˈʤale]

1 οικότροφος
2 σκολιαρούδι
3 κολεγιόπαιδο

collegiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kolleˈʤale]

1 συλλογικός
2 συνεργατικός
3 ομαδικός
4 κολεγιακός
5 συναδελφικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---