ItalianoGreco


collocaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kollokaˈmento]

1 απασχόληση
2 αποκατάσταση (με γάμο κλπ)
3 εκμίσθωση
4 εργασία
5 διορισμός
6 διάθεση
7 τοποθέτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---