ItalianoGreco


coloritóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [koloriˈtore]

1 αυτός που χρωματίζει
2 αυτός που διανθίζει
3 αυτός που στολίζει


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---