ItalianoGreco


colpóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kolˈposo], [kolˈpozo]

1 ένοχος από αμέλεια
2 ένοχος εξ αμελείας
3 αξιοκατάκριτος
4 χωρίς προμελετημένη μοχθηρία (προσχεδιασμένη)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---