ItalianoGreco


comandaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komandaˈmento]

1 εντολή
2 διαταγή
3 εξουσία
4 διοίκηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i dieci comandamenti [αρσ. πλυθ.] = οι Δέκα Εντολές [f.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---