ItalianoGreco


combattùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kombatˈtuto]

1 αμήχανος
2 διστακτικός
3 ακαταστάλακτος
4 αμφιταλαντευόμενος
5 μετέωρος
6 παλίμβουλος
7 διφορούμενος
8 δίβουλος
9 τεθλιμμένος
10 στενοχωρημένος
11 αβέβαιος
12 επισφαλής
13 αναποφάσιστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---