ItalianoGreco


commésso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈmesso]

ο εμπορικός υπάλληλος, ο πωλητής, η πωλήτρια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


commesso [αρσ.] viaggiatore = ο πλασιέ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---