complessióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [komplesˈsjone]
1 σώμα ή φυσική κατάσταση
2 σκαρί (ιδιοσυγκρασία)
3 φυσικό
4 ταμπεραμέντο
5 ιδιοσυγκρασία
6 χαρακτήρας
7 κράση
8 ιδιοσυστασία
9 δομή ή φύση κάποιου
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [komplesˈsjone]
1 σώμα ή φυσική κατάσταση
2 σκαρί (ιδιοσυγκρασία)
3 φυσικό
4 ταμπεραμέντο
5 ιδιοσυγκρασία
6 χαρακτήρας
7 κράση
8 ιδιοσυστασία
9 δομή ή φύση κάποιου
permalink
complessione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android