ItalianoGreco


compostézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komposˈtettsa]

1 ευπρέπεια
2 αξιοπρέπεια
3 επιβάλλον
4 κοσμιότητα
5 μετριοπάθεια
6 συγκρότηση
7 αυτοπειθαρχία
8 αυτοκυριαρχία
9 ηρεμία
10 αυτοσυγκράτηση
11 αυτοπεποίθηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---