Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conchìglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkiʎʎa]

το κογχύλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conchifero conchilifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concettualismo (ουσ αρσ )
concettualista (ουσ αρσ και θηλ.)
concezionale (επίθ.)
concezione (θηλ.ουσ)
conchifero (αρσ. επίθ και ουσ)
conchiglia (θηλ.ουσ)
conchilifero (επίθ.)
conchiliforme (επίθ.)
conchiliologia (θηλ.ουσ)
conchiliologo (ουσ αρσ )
conchino (ουσ αρσ )
conchiudere (ρ. μτβ.)
concia (θηλ.ουσ)
conciaiolo (ουσ αρσ )
conciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conciapelli (ουσ αρσ και θηλ.)
conciare (ρ. μτβ.)
conciarsi (ρ.μ. (αντων.))
conciario (αρσ. επίθ και ουσ)
conciatetti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---