concìlio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [konˈʧiljo]
1 συνεδρίαση
2 σύσκεψη
3 συνδιάσκεψη
4 διάσκεψη
5 οικογενειακό συμβούλιο
6 σύνοδος
7 συμβούλιο
8 διάλογος
9 κουβέντα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [konˈʧiljo]
1 συνεδρίαση
2 σύσκεψη
3 συνδιάσκεψη
4 διάσκεψη
5 οικογενειακό συμβούλιο
6 σύνοδος
7 συμβούλιο
8 διάλογος
9 κουβέντα
permalink
concilio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android