ItalianoGreco


concisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈzjone]

1 βραχυλογία
2 ολιγολογία
3 λακωνικότητα
4 λακωνισμός
5 περιεκτικότητα
6 συντομία
7 εκφραστική λιτότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z